Αντιδραστήριο MAGNESIUM 2 – 250Test – 06481647190. Αντιδραστήριo μικροβιολογικού αναλυτή Cobas C111
Περίληψη
Το μαγνήσιο όπως και το κάλιο αποτελεί σημαντικό ενδοκυτταρικό κατιόν. Το Mg2+ αποτελεί συμπαράγοντα πολλών ενζυμικών συστημάτων.
Επομένως, όλες οι ενζυμικές αντιδράσεις που εξαρτώνται από το ATP απαιτούν Mg2+ ως συμπαράγοντα στο σύμπλοκο ATP-μαγνησίου. Ποσοστό
περίπου 69 % των ιόντων μαγνησίου αποθηκεύονται στα οστά. Το υπόλοιπο αποτελεί μέρος του ενδιάμεσου μεταβολισμού, περίπου το 70 % είναι
παρόν σε ελεύθερη μορφή ενώ το υπόλοιπο 30 % δεσμεύεται σε πρωτεΐνες (ειδικά την αλβουμίνη), κιτρικά, φωσφορικό και άλλους παράγοντες
σχηματισμού συμπλόκων. Το επίπεδο Mg2+ στον ορό διατηρείται σταθερό εντός πολύ στενών ορίων (0.65‑1.05 mmol/L). Η ρύθμιση πραγματοποιείται
κυρίως μέσω των νεφρών, ειδικά μέσω του ανιόντος σκέλους της αγκύλης Henle. Αυτή η ανάλυση χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση
της υπομαγνησιαιμίας (ανεπάρκεια μαγνησίου) και της υπερμαγνησιαιμίας (περίσσεια μαγνησίου). Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει την ύπαρξη
συσχέτισης μεταξύ της ανεπάρκειας μαγνησίου και των αλλαγών στην ομοιόσταση ασβεστίου, καλίου και φωσφόρου οι οποίες σχετίζονται με
καρδιακές διαταραχές, όπως κοιλιακές αρρυθμίες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμβατική θεραπεία, αυξημένη ευαισθησία σε διγοξίνη,
σπασμούς των στεφανιαίων αρτηριών και αιφνίδιο θάνατο. Πρόσθετα συνοδά συμπτώματα περιλαμβάνουν τις νευρομυϊκές και νευροψυχιατρικές διαταραχές. Υπερμαγνησιαιμία παρατηρείται σε οξεία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, περίσσεια μαγνησίου και απελευθέρωση μαγνησίου από τον
ενδοκυττάριο χώρο. Για τον προσδιορισμό του μαγνησίου, εκτός από τη φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (AAS), μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν
συμπλοκομετρικές μέθοδοι. Η μέθοδος που περιγράφεται εδώ βασίζεται στην αντίδραση του μαγνησίου με κυανό της ξυλιδίνης σε αλκαλικό διάλυμα που περιέχει EGTA για την κάλυψη του ασβεστίου στο δείγμα. Τα επίπεδα μαγνησίου στα ούρα προσδιορίζονται με δοκιμασίες απομάκρυνσης του μαγνησίου.
Αρχή της μεθόδου5
Μέθοδος με χρωματομετρικό τελικό σημείο
▪ Δείγμα και προσθήκη του αντιδραστηρίου R1
▪ Προσθήκη του SR και έναρξη της αντίδρασης:
Σε αλκαλικό διάλυμα, το μαγνήσιο σχηματίζει ιώδες σύμπλοκο με το
κυανό της ξυλιδίνης, ένα διαζωνιακό άλας. Η συγκέντρωση του
μαγνησίου μετράται φωτομετρικά μέσω της μείωσης της απορρόφησης
του κυανού της ξυλιδίνης.
Αντιδραστήρια – διαλύματα εργασίας
R1 Ρυθμιστικό διάλυμα TRISa)/6‑αμινοκαπροϊκού οξέος: 500 mmol/L,
pH 11.25, EGTA: 129 µmol/L, συντηρητικό
SR Κυανό της ξυλιδίνης: 0.28 mmol/L, απορρυπαντικό, συντηρητικό
a) Τρις(υδροξυμεθυλο)‑αμινομεθάνιο
Το αντιδραστήριο R1 βρίσκεται στη θέση B και το αντιδραστήριο SR
βρίσκεται στη θέση C.
Συλλογή δείγματος και προετοιμασία
Για τη συλλογή και την προετοιμασία του δείγματος, να χρησιμοποιείτε αποκλειστικά κατάλληλα σωληνάρια ή περιέκτες συλλογής. Μόνο τα παρακάτω δείγματα ελέγχθηκαν και έγιναν αποδεκτά.
Ορός Πλάσμα: Πλάσμα με Li-ηπαρίνη Οι αναφερόμενοι τύποι δειγμάτων αναλύθηκαν με χρήση των σωληναρίων δειγματοληψίας που ήταν διαθέσιμα στο εμπόριο τη στιγμή της εξέτασης,
δηλαδή δεν εξετάστηκαν όλα τα διαθέσιμα σωληνάρια όλων των κατασκευαστών. Τα αντιπηκτικά που σχηματίζουν χηλικά σύμπλοκα, όπως
το EDTA, το φθόριο και τα οξαλικά, θα πρέπει να αποφεύγονται. Τα συστήματα δειγματοληψίας των διαφόρων κατασκευαστών ενδέχεται να
περιέχουν διαφορετικά υλικά που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της εξέτασης σε κάποιες περιπτώσεις. Όταν επεξεργάζεστε
δείγματα σε πρωτογενή σωληνάρια (συστήματα δειγματοληψίας), να ακολουθείτε τις οδηγίες του κατασκευαστή των σωληναρίων. Φυγοκεντρήστε τα δείγματα που περιέχουν ίζημα προτού εκτελέσετε την ανάλυση.
Ούρα: Τα δείγματα ούρων θα πρέπει να οξινίζονται σε pH 1 με συμπυκνωμένο ΗCl για να αποφευχθεί η καθίζηση του φωσφορικού
μαγνησιοαμμωνίου. Τα δείγματα ούρων θα πρέπει να συλλέγονται σε δοχείο χωρίς μέταλλο.3 Τα δείγματα ούρων προαραιώνονται αυτόματα από τον αναλυτή με διάλυμα NaCl σε αναλογία 1:5.5 (1+4.5).
Δείτε την ενότητα περιορισμών και αλληλεπιδράσεων για λεπτομέρειες
σχετικά με πιθανές αλληλεπιδράσεις δειγμάτων.
Σταθερότητα σε ορό/πλάσμα:
6 7 ημέρες σε θερμοκρασία 15‑25 °C
7 ημέρες σε θερμοκρασία 2‑8 °C
1 έτος σε θερμοκρασία (−15)‑(−25) °C
Σταθερότητα σε ούρα:
6 3 ημέρες σε θερμοκρασία 15‑25 °C
3 ημέρες σε θερμοκρασία 2‑8 °C
1 έτος σε θερμοκρασία (−15)‑(−25) °C
Οι δηλώσεις σταθερότητας των δειγμάτων έχουν τεκμηριωθεί με πειραματικά δεδομένα του κατασκευαστή ή με βάση τη βιβλιογραφική αναφορά και μόνο για τις θερμοκρασίες/χρονικά πλαίσια, όπως αναφέρονται στο φύλλο μεθόδου. Είναι ευθύνη του κάθε εργαστηρίου να χρησιμοποιήσει όλες τις διαθέσιμες αναφορές ή/και τις δικές του μελέτες για να προσδιορίσει ειδικά κριτήρια σταθερότητας για το εργαστήριό του.